εναποτυπώ

εναποτυπώ
(ο) (αόρ. εναπετύπωσα) μετ. оттискивать, отпечатывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εναποτυπώ" в других словарях:

  • εναποτυπώνω — και έναποτυπῶ ( όω) (AM έναποτυπῶ Α και έναποτυποῡμαι, όομαι) αποτυπώνω μέσα σε κάτι, αφήνω, δημιουργώ αποτυπώματα σε μια επιφάνεια, χαράζω μέσα σε κάτι αρχ. μέσ. 1. αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι κάπου 2. λαμβάνω εντυπώσεις 3. εκφράζω, εκδηλώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»