- εναποτυπώ
- (ο) (αόρ. εναπετύπωσα) μετ. оттискивать, отпечатывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εναποτυπώνω — και έναποτυπῶ ( όω) (AM έναποτυπῶ Α και έναποτυποῡμαι, όομαι) αποτυπώνω μέσα σε κάτι, αφήνω, δημιουργώ αποτυπώματα σε μια επιφάνεια, χαράζω μέσα σε κάτι αρχ. μέσ. 1. αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι κάπου 2. λαμβάνω εντυπώσεις 3. εκφράζω, εκδηλώνω … Dictionary of Greek